- υποτεμενίτης
- και δωρ. τ. ὑποτεμενίτας, ὁ, Ααυτός που ανήκει στην περιοχή τού τεμένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τεμενίτης «αυτός που ανήκει στο τέμενος», αν δεν πρόκειται για παραφθορά τής φρ. ὑπὸ Τεμενίταν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.